χυδαιολόγος

χυδαιολόγος
ο говорящий на просторечном языке

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χυδαιολόγος" в других словарях:

  • χυδαιολόγος — ο, Ν άτομο που μιλάει χυδαία, που χρησιμοποιεί απρεπείς και άσεμνες εκφράσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυδαίος + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Π. Κοδρικά] …   Dictionary of Greek

  • χυδαιολόγος — α, ο αυτός που χρησιμοποιεί χυδαία γλώσσα, αισχρολόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • αισχρολόγος — ο (Α αἰσχρολόγος) αυτός που λέει αισχρά λόγια, που εκστομίζει αισχρολογίες, βωμολόχος, χυδαιολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισχρός + λόγος < λέγω. ΠΑΡ. αισχρολογία, αισχρολογώ νεοελλ. αισχρολογικός] …   Dictionary of Greek

  • σκατολόγος — α, ο, Ν αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του ή στα γραπτά του χυδαίες λέξεις και εκφράσεις, βωμολόχος, χυδαιολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • χυδαιολογώ — έω, Ν 1. μιλώ χυδαία, χρησιμοποιώ χυδαίες εκφράσεις 2. (παλ. τ.) μιλώ και γράφω στη δημοτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυδαιολόγος. Η λ., στον λόγιο τ. χυδαιολογέω, ῶ, μαρτυρείται από το 1873 στον Σ. Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»